- μονογενής
- -ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, -ές, Μ θηλ. και μονογενή)1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῡ μονογενοῡς υἱοῡ τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)2. γραμμ. αυτός που έχει έναν μόνο τύπο και για τα τρία γένηνεοελλ.βοτ. (για άνθος) αυτός που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπεροαρχ.1. αυτός που είναι μόνος στο είδος του, μοναδικός2. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, ο συγγενής («γεγῶτ ἀδελφῆς μονογενοῡς ἀφ' αἵματος», Ευρ.)3. (στη μετρική) ονομασία πόδα ο οποίος αποτελείται από τρεις μακρές συλλαβές και μία βραχεία, δηλ. ---υ.επίρρ...μονογενῶς (Α)1. αυτός που φύεται σε έναν μόνο τύπο2. κατά έναν μόνο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -γενής (< γένος)].
Dictionary of Greek. 2013.